ἀντίστασις

ἀντίστασις
ἀντίστασις
counter-faction
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀντιστάσεσι — ἀντίστασις counter faction fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίστασιν — ἀντίστασις counter faction fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιστάσει — ἀντιστά̱σει , ἀνθίστημι set against aor subj act 3rd sg (epic doric) ἀντιστά̱σει , ἀνθίστημι set against fut ind mid 2nd sg (doric) ἀντιστά̱σει , ἀνθίστημι set against fut ind act 3rd sg (doric) ἀντίστασις counter faction fem nom/voc/acc dual… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιστάσεις — ἀντιστά̱σεις , ἀνθίστημι set against aor subj act 2nd sg (epic doric) ἀντιστά̱σεις , ἀνθίστημι set against fut ind act 2nd sg (doric) ἀντίστασις counter faction fem nom/voc pl (attic epic) ἀντίστασις counter faction fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Triklino — (Greek, Modern: Τρίκλινο, Katharevousa : Τρίκλινον, older name Priantza), is a small mountainous village (altitude 600 m.) of Greece. It is located in the northwest part of Greece and belongs to the Aetolia Acarnania prefecture.The artificial… …   Wikipedia

  • αντίσταση — Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ιστορικά γεγονότα του B’ Παγκοσμίου πολέμου υπήρξε το φαινόμενο της Α., την οποία προέταξαν στους κατακτητές και τους συνεργάτες τους οι κατεχόμενοι από τον Άξονα πληθυσμοί στις διάφορες χώρες. Οι πολιτικές και… …   Dictionary of Greek

  • αντιστασιώδης — ἀντιστασιώδης, ες (Α) [αντίστασις] στασιαστικός, επαναστατικός …   Dictionary of Greek

  • αντιστασιώτης — ἀντιστασιώτης, ο (Α) [αντίστασις] αυτός που ανήκει στην αντίθετη, στην αντιμαχόμενη παράταξη …   Dictionary of Greek

  • Ενεπεκίδης, Πολυχρόνης — (Αμισός Πόντου 1919 –). Φιλόλογος, συγγραφέας και πανεπιστημιακός. Σπούδασε φιλολογία και ιστορία στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στα πανεπιστήμια της Βιέννης, όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας φιλοσοφίας, και της… …   Dictionary of Greek

  • Πυρομάγλου, Κομνηνός — (1899 – 1980). Έλληνας φιλόλογος, αγωνιστής της Αντίστασης και πολιτικός που καταγόταν από τη Λήμνο. Το 1938 εξορίστηκε στη Σίκινο εξαιτίας των αγώνων του εναντίον της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου. Χρημάτισε πρόεδρος του Ενιαίου Αντιδικτατορικού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”